- αμυλοδεξτρίνη
- η βιοχ.ουσία τής κατηγορίας τών δεξτρινών, που σχηματίζεται ως ενδιάμεσο προϊόν κατά τη διάσπαση τού αμύλου από την αμυλάση και χρωματίζεται μπλε από το ιώδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amylodextrin < amyl (o) (< λατ. amylum «άμυλο» < άμυλο (ν) + dextrin (πρβλ. δεξτρίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.